- υπερακάνθιος
- -α, -ο, Νφρ. α) «υπερακάνθιος μυς»ανατ. μυς τού ώμου που εκφύεται από τα έσω δύο τρίτα τού υπερακάνθιου βόθρου τής ωμοπλάτης και καταφύεται κυρίως στο μείζον βραχιόνιο όγκωμαβ) «υπερακάνθιος βόθρος»ανατ. κοίλανση τής οπίσθιας επιφάνειας που βρίσκεται πάνω από την ωμοπλατιαία άκανθα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + άκανθα «ακανθοειδής προεξοχή οστού». Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Ιωάνν. Φωκιανό].
Dictionary of Greek. 2013.